μανιώνω

μανιώνω
αμετ. см. μανιάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μανιώνω" в других словарях:

  • μανιώνω — [μανία] 1. καταλαμβάνομαι από μανία, γίνομαι μανιακός, τρελαίνομαι 2. οργίζομαι πάρα πολύ, γίνομαι έξω φρενών 3. μέσ. μανιώνομαι (για τα στοιχεία τής φύσης) επέρχομαι ορμητικά, βίαια …   Dictionary of Greek

  • μανιώνω — μάνιωσα, μανιωμένος, βλ. μανιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάνιωτος — η, ο [μανιώνω] αυτός που δεν μάνιωσε, που δεν κατέχεται από οργή …   Dictionary of Greek

  • μάνιωμα — το [μανιώνω] μεγάλη αγανάκτηση, υπερβολικός θυμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»